- θοιναρμόστρια
- θοιναρμόστρια, ἡ (Α)επιγρ. (τίτλος λατρείας, ιδίως τής Δήμητρος και τής Κόρης στη Λακωνία και στη Μεσσηνία) η δέσποινα, η κυρία, η προϊσταμένη συμποσίου.[ΕΤΥΜΟΛ. < θοίνη + *αρμόστρια, θηλ. τού αρμοστής].
Dictionary of Greek. 2013.